Η Πούλια κι ο Αυγερινός: Μια ιστορία της ελληνικής γλώσσας

EPISODE_Poulia-&-Avgerinos.jpg

Credit: Grace Lee

Η Πούλια και ο μικρότερος αδελφός της Αυγερινός φροντίζουν ο ένας τον άλλον. Αλλά η μητριά τους έχει σχέδια που δεν περιλαμβάνουν την Πούλια και θα χρειαστούν όλη τη βοήθεια που μπορούν να βρουν...


Η ιστορία αυτής της εβδομάδας μας έρχεται από την ελληνική γλώσσα της Νότιας Ευρώπης. Είναι μια ζωντανή και συναρπαστική ιστορία για δύο αδέρφια που αντιμετωπίζουν μια μεγάλη πρόκληση, με τη βοήθεια του γνήσιου "μικρού πουλιού" που εμφανίζεται με έγκαιρες συμβουλές.

Οικοδεσπότης και αφηγήτρια: Alice Qin
Σύμβουλος ιστορίας και μετάφραση: Ντίνα Γερόλυμου
Επιμέλεια ιστορίας: Marcel Dorney
Φωνές: Άλκηστη Πιτσάκη
Τεχνικοί ηχογράφησης: Kyle McLeavy & Tal Abilmona
Εκτελεστικός παραγωγός, ηχητικός σχεδιασμός και μουσική: Kieran Ruffles

Για περισσότερα επεισόδια της Story Globe, ακολουθήστε το podcast στα Apple Podcasts, Google Podcasts, Spotify ή στην εφαρμογή SBS Audio.

Κόκκινη κλωστή δεμένη

Στην ανέμη τυλιγμένη

Δως της κλώτσο να γυρίσει

Παραμύθι ν’αρχινήσει

Μια φορά κι ένα καιρό σ’ ένα μικρό χωριό στην πλαγιά ενός βουνού ζούσε ένας ξυλοκόπος με την γυναίκα του και το κοριτσάκι τους την Πούλια. Οι τρεις τους ζούσαν ευτυχισμένοι στο σπιτάκι τους κοντά στο δάσος στην άκρη του μικρού χωριού.

΄Ηρθε όμως καιρός που η μητέρα αρρώστησε βαριά και πέθανε αφήνοντας τον ξυλοκόπο απαρηγόρητο και την μικρή Πούλια ορφανή. Η θλίψη τους ήταν απέραντη, πιό μεγάλη απ΄το δάσος, πιο τρανή απ΄το βουνό.

Αλλά, όλα περνούν με τον καιρό… Κι έτσι πέρασε κι η θλίψη του ξυλοκόπου και ήρθε καιρός που ξαναπαντρεύτηκε και έκανε ένα ακόμη παιδί με την καινούρια του γυναίκα, ένα αγοράκι που το ονόμασαν Αυγερινό.

Η Πούλια, που είχε μεγαλώσει κι είχε γίνει κορίτσι όμορφο και συνετό, αγαπούσε πολύ τον μικρό της αδερφό. Τα δυό αδέρφια ήταν αχώριστα. Μαζί έπαιζαν, μαζί τάιζαν τα πουλιά στο δάσος, μαζί έκαναν τις δουλειές του σπιτιού. Κι ο Αυγερινός είχε μεγάλη αδυναμία στην αδερφή του και παρ’ όλο μικρότερός της πάντα την προστάτευε και έπαιρνε το μέρος της όταν η μητέρα του έβρισκε αφορμές να την μαλώσει και να της κάνει τη ζωή δύσκολη. Γιατί η μητριά ζήλευε τη Πούλια και ήθελε να την ξεφορτωθεί. Σκαρφίστηκε να την πουλήσει στο παζάρι για σκλάβα και να πει στον άντρα της ότι η Πούλια είχε φύγει απ΄το σπίτι. Τις ραδιουργίες της μητριάς όμως τις άκουσε ένα μικρό πουλί και πέταξε αμέσως στα δυό παιδιά που έπαιζαν ξένοιαστα στο δάσος και τους είπε τι άκουσε.

Ακούγοντας τα σχέδια της μητριάς της η Πούλια άρχισε να κλαίει με λυγμούς αλλά το πουλί της είπε:

«Μη κλαις Πούλια. Μπορείς να γλιτώσεις αλλά θα πρέπει να φύγεις αμέσως και με τρόπο που να μην καταλάβει τίποτα η μητριά σου. Κάνε αυτά που θα σου πως και θα μπορέσεις να ξεφύγεις.»

Η Πούλια στέγνωσε τα μάτια της και τέντωσε τ’ αυτιά της ν’ ακούσει τι είχε να πει το πουλί.

«Αύριο το πρωί όταν θα σε χτενίζει η μητριά σου ο Αυγερινός θα πάρει τις κορδέλες που δένει η μάνα του τα μαλλιά σου και θα κάνει πως τρέχει μακριά. Εσύ θα τρέξεις ξωπίσω του για να τις πάρεις κι έτσι θα μπορέσεις να γλυτώσεις απ΄την μητριά σου. Πρόσεξε όμως καλά! Θα πρέπει να έχεις μέσα στη τσέπη σου μία χτένα, ένα κομμάτι σαπούνι και λίγο αλάτι γιατί η μητριά σου θα σας κυνηγήσει για να σας πιάσει. Τότε εσύ θα ρίξεις πίσω σου πρώτα τη χτένα, μετά το σαπούνι και τέλος το αλάτι για να μπορέσετε να ξεφύγετε.»

Η Πούλια ψιθύρισε τη σειρά των αντικειμένων που θα’πρεπε να’χει μαζί της για να την τυπώσει στο μυαλό της και να μην τη ξεχάσει.

Την άλλη μέρα το πρωί τα δυό αδέρφια έκαναν ακριβώς όπως τους είπε το πουλί. Οταν η μητριά χτένιζε την Πούλια, ο Αυγερινός άρπαξε τις κορδέλες της και έκανε πως τρέχει μακριά!

«Ε! Που πας! Φέρε μου πίσω τις κορδέλες μου!» φώναξε η Πούλια κι άρχισε να τρέχει ξωπίσω του δήθεν θυμωμένη.

«Δεν πειράζει! Θα σου πάρω άλλες. ‘Ελα δω!» φώναξε η μητριά.

Βλέποντας όμως τα παιδιά να απομακρύνονται απ΄το σπίτι και να κατευθύνονται προς το δάσος κατάλαβε ότι προσπαθούσαν να δραπετεύσουν.

Άρχισε τότε να τρέχει ξωπίσω τους με όλη της τη γρηγοράδα! Τόση ήταν η οργή της που παρ’ολίγο να βγάλουν φτερά τα πόδια της! Σε λίγο άρχισε να πλησιάζει την Πούλια και τον Αυγερινό. Οταν την είδε η Πούλια έριξε πίσω της τη χτένα, όπως της είχε πει το πουλί, κι εμφανίστηκε ένα δάσος γεμάτο αγκάθια και τσουκνίδες. Αλλά η μητριά κατάφερε να το διασχίσει και σε λίγο η Πούλια την είδε πάλι να εμφανίζεται πίσω τους.

Χωρίς δεύτερη σκέψη η Πούλια έριξε πίσω της το σαπούνι που είχε μαζί της. Μεγάλα βράχια ξεφύτρωσαν απ΄τη γη, βράχια πυκνά και τραχιά. Αλλά και πάλι η μητριά κατάφερε να τα σκαρφαλώσει και δεν άργησε να την δει η Πούλια και πάλι να τρέχει ξωπίσω τους. Τότε έβγαλε το αλάτι που είχε στη τσέπη της και το’ριξε πίσω της ενώ συνέχισε να τρέχει με τον Αυγερινό.

Με το που έπεσε στη γη το αλάτι μια θάλασσα εμφανίστηκε, μια θάλασσα βαθιά και σκοτεινή, πλατιά και φουρτουνιασμένη. Μιά θάλασσα που σταμάτησε τη μητριά αφού δεν μπορούσε να την περάσει και να φτάσει τα δυό αδέλφια. Η Πούλια την είδε να ουρλιάζει και να βγάζει αφρούς απ΄το στόμα της αλλά συνέχισε να τρέχει κρατώντας τον Αυγερινό απ΄το χέρι.

Η Πούλια κι ο Αυγερινός αφού είδαν ότι δεν έχουν πια κίνδυνο να τους πιάσει η μητριά σταμάτησαν να τρέχουν και μπόρεσαν να πάρουν μια άνασα καθώς έφταναν σ’ ένα μέρος που φαινόνταν ήρεμο κι ασφαλές.

Ο Αυγερινός είχε διψάσει απ΄το τρέξιμο και θέλησε να πιεί νερό που βρήκε μέσα σε πατημασιές λύκων.

«Μη! Μη Αυγερινέ!» φώναξε η Πούλια με τρόμο «μη πιείς νερό απ΄δω γιατί θα γίνει λύκος και θα με φας! Περίμενε λίγο και θα βρούμε κάπου εδώ μια πηγή να πιούμε νερό».

«Εντάξει αδελφούλα μου. Δεν θα πιω» απάντησε ο Αυγερινός.

Δεν άργησαν να βρουν ένα μέρος γεμάτο με πατημασιές βοδιών και μέσα οι πατημασιές είχαν νερό.

Ο Αυγερινός έσκυψε να πιεί αλλά η Πούλια τον σταμάτησε.

«Αν πιείς νερό από δω θα γίνεις βόδι» του είπε αυστηρά.

Συνέχισαν να περπατούν και με κάθε βήμα η δίψα του Αυγερινού γινόνταν μεγαλύτερη. Βρέθηκαν σ’ ένα ξέφωτο γεμάτο με πατημασιές αρνιών και μέσα τους νερό.

«Νερό!!!» φώναξε χαρούμενος ο Αυγερινός.

«Αν πιείς από δω νερό θα γίνεις αρνί» του είπε και συμπλήρωσε γρήγορα «κάνε λιγάκι ακόμη υπομονή αδερφέ μου».

«Εντάξει» είπε ο Αυγερινός με βαριά καρδιά. Οταν όμως η Πούλια ξάπλωσε να ξεκουραστεί και έκλεισε λίγο τα μάτια της εκείνος μη μπορώντας ν’αντέξει άλλο, πατώντας στις μύτες των ποδιών του, πήγε κι είπε νερό.

‘Οταν η Πούλια ξύπνησε βρήκε ένα μικρό, άσπρο αρνάκι να κάθεται δίπλα της και να την κοιτάζει με λύπη στα μάτια. Κατάλαβε τι έγινε! Πήρε το αρνάκι στην αγκαλιά της κι αφού το χάιδεψε και το φίλησε, του έδεσε μια μεταξωτή κορδέλα στο λαιμό του και ξεκίνησε πάλι το δρόμο της.

Δρόμο παίρνει δρόμο αφήνει και βλέπει μπροστά της μια ψηλή ροδιά κι ανέβηκε πάνω να δει καλύτερα γύρω της που βρισκόνταν. Βλέπει εκεί κοντά ένα ρυάκι με γάργαρο, καθαρό νερό αλλά πριν προλάβει να κατέβει ακούει ποδοβολητά αλόγων και βλέπει έναν νέο με βασιλικά ρούχα πάνω σε ένα άλογο και μαζί του μερικοί υπηρέτες, κι αυτοί πάνω σε άλογα.

Λοιπόν, αυτός ο νέος ήταν ένα βασιλόπουλο που είχε πάει για κυνήγι. Σταμάτησε στο ρυάκι να πιει νερό κι εκεί που έσκυψε είδε στο νερό τη μορφή μιας όμορφης κοπέλας! Τρομαγμένος λιγάκι νόμισε ότι ήταν νεράιδα. Κοιτάζοντας καλύτερα κατάλαβε ότι το πρόσωπο που καθρεφτίζονταν στο νερό δεν ήταν νεράιδα αλλά κορίτσι που κρύβονταν στο δέντρο.

«Κατέβα καλή κοπέλα» της είπε «μη φοβάσαι».

Η Πούλια τον κοίταξε και κούνησε το κεφάλι της αμίλητη.

Το βασιλόπουλο αποφάσισε να μην την πιέσει περισσότερο κι έφυγε παίρνοντας όμως μαζί του το αρνάκι με την μεταξωτή κορδέλα που κάθονταν κάτω απ΄το δέντρο.

Βλέποντας αυτό η Πούλια έβγαλε μια στιγγλιά «μη μου παίρνεις το αρνάκι μου!» και κατέβηκε απ΄το δέντρο στο πι και φι.

Ξαφνιασμένο το βασιλόπουλο της λέει «έλα μαζί μου και θα’χεις όσα αρνάκια θέλεις».

«Εγώ αυτό θέλω» είπε η Πούλια αποφασισμένη.

Στο τέλος συμφώνησε να ακολουθήσει το βασιλόπουλο στο παλάτι αρκεί να μην πάθει τίποτα το αρνάκι της.

Στο δρόμο το βασιλόπουλο μαγεύτηκε απ΄την ομορφιά και τα φρόνιμα λόγια της Πούλιας και μέχρι να φτάσουν στο παλάτι την είχε ερωτευτεί.

Πήγε κατευθείαν στους γονείς του, τον βασιλιά και την βασίλισσα και τους είπε:

«Πατέρα και Μητέρα, βρήκα τη γυναίκα που θα παντρευτώ».

Σε λίγο έγινε κι ο γάμος τους με κάθε μεγαλοπρέπεια και πολυτέλεια όπως αρμόζει σε βασιλόπουλα. Ολοι οι καλεσμένοι κι όσοι βρέθηκαν εκεί θαύμαζαν τη όμορφη και καλωσυνάτη κοπέλα, την Πούλια, που μια μέρα θα γινόνταν η βασίλισσά τους. Ολοι εκτός από μία, την βασίλισσα και πεθερά της Πούλιας που είδε ότι την είχε εκτοπίσει η Πούλια... τουλάχιστον στις καρδιές των υπηκόων της. Έτσι νόμιζε... Και δεν άργησε να καταστρώνει σχέδια και να ετοιμάζει ραδιουργίες για να την ξεφορτωθεί. Έλα όμως που την αγαπούσε το βασιλόπουλο και δεν την άφηνε απ΄τα μάτια του!

‘Ηρθε όμως καιρός που ο βασιλιάς και το βασιλόπουλο έπρεπε να πάνε σε ταξίδι και η Πούλια έμεινε στο παλάτι με τη βασίλισσα.

Μιά μέρα, η Πούλια περπατούσε στον κήπο του παλατιού μαζί με τη βασίλισσα όταν έφτασαν σ΄ένα πηγάδι. Η βασίλισσα έσπρωξε απότομα τη Πούλια και την έριξε στο πηγάδι.

Σε λίγες μέρες επέστρεψε το βασιλόπουλο στο παλάτι αλλά δεν μπορούσε να βρει πουθενά τη Πούλια.

«Μητέρα, που είναι η Πούλια;” ρώτησε τη βασίλισσα.

«Δεν ξέρω γιέ μου. Μπορεί να έφυγε» του αποκρίθηκε εκείνη κάνοντας τη λυπημένη «εξάλλου δεν ξέρουμε πολλά γι’αυτήν.»

«Μπέ, μπέεεεε» άρχισε να βελάζει το αρνάκι και να χαλάει τον κόσμο με τα βελάσματά του.

«Μπε, μπέεεεεεεε»

Και το βασιλόπουλο σαν ν’άκουσε μέσα στα βελάσματα το αρνάκι να μιλά μ’ ανθρώπινη φωνή και να λέει

«Η βασίλισσα την έριξε στο πηγάδι»

Χωρίς να χάσει λεπτό το βασιλόπουλο έτρεξε στο πηγάδι και στον πάτο του είδε την Πούλια. Έριξε ένα σχοινί και την έβγαλε.

Η βασίλισσα πήγε να σκάσει απ΄το κακό της. Για εκδίκηση διάταξε τους υπηρέτες της να σφάξουν το αρνί και να το δώσουν στο μάγειρα να το μαγειρέψει.

Η Πούλια μόλις συνήλθε έψαξε να βρεί τον Αυγερινό και τον άκουσε να βελάζει και να χαλάει τον κόσμο με τις φωνές του και οι φωνές έρχονταν απ΄το μαγειρείο του παλατιού.

Τρέχοντας με όλη τη δύναμη που τις είχε απομείνει έφτασε στο μαγειρείο όπου ένας υπηρέτης μόλις είχε βάλει το μαχαίρι στο λαιμό του αρνιού. Με την πρώτη σταγόνα αίματος που έσταξε το αρνί πήρε την πραγματική του μορφή και μεταμορφώθηκε σε αγόρι.

Ολοι έμεινα εμβρόντητοι μπροστά σ’ αυτό που έβλεπαν! Όλοι εκτός απ΄την Πούλια που έτρεξε να αγκαλιάσει τον αδερφό της. Εκείνη τη στιγμή δέκα περιστέρια εμφανίστηκαν και ένωσαν τις φτερούγες τους πάνω απ΄την Πούλια και τον Αυγερινό.

Τα δυό αδέρφια ανέβηκαν πάνω τους και πέταξαν μαζί τους στον ουρανό.

‘’Εχε γειά αγαπημένο μου βασιλόπουλο κι εσύ καλέ μου βασιλιά» είπε η Πούλια καθώς απομακρύνονταν απ΄τη γη «φεύγω απ΄αυτόν τον κόσμο που μου’δωσε τόσο πόνο και τόση πίκρα. Πάω στον ουρανό με τον αδερφό μου να ζήσουμε μαζί μακρυά απ΄τους ανθρώπους».

Η Πούλια κι ο Αυγερινός ανεβασμένοι στις φτερούγες των περιστεριών ανέβηκαν ψηλά, ψηλότερα απ΄τα βουνά κι απ τα σύννεφα, τόσο ψηλά που κανείς δεν μπορούσε να τους φτάσει. Κι εκεί έμειναν. Κι έγιναν αστέρια. Αστέρια αγαπημένα, το ένα δίπλα στ’ άλλο. Για πάντα. Είναι τ’ αστέρια που τα ξέρουμε ως «Αυγερινό» και «Πούλια».

Αν κοιτάξουμε στον ουρανό, μετά το ηλιοβάσιλεμα, θα τα δούμε να λάμπουν εκεί ψηλά....

 

 

Share
Follow SBS Audio

Download our apps
SBS Audio
SBS News
SBS On Demand

Listen to our podcasts
An overview of the day's top stories from SBS News
Interviews and feature reports from SBS News
Your daily ten minute finance and business news wrap with SBS Finance Editor Ricardo Gonçalves.
Ease into the English language and Australian culture. We make learning English convenient, fun and practical.
Get the latest with our podcasts on your favourite podcast apps.

Watch on SBS
SBS On Demand

SBS On Demand

Watch movies, TV shows, Sports and Documentaries