Η πανδημία COVID-19 άλλαξε τον τρόπο που ζούσαμε για χρόνια, και οι επιστήμονες προειδοποιούν ότι τέτοιου είδους περιβαλλοντικοί στρεσογόνοι παράγοντες μπορούν να έχουν μακροχρόνιες επιπτώσεις στην υγεία του εγκεφάλου.
Η απομόνωση, ο φόβος και τα lockdowns, που βιώσαμε στο αποκορύφωμα της πανδημίας, μπορεί να έχουν μόνιμο αντίκτυπο στη γνωστική λειτουργία των ανθρώπων, σύμφωνα με νέα μελέτη.
Επιστήμονες από το Ηνωμένο Βασίλειο εξέτασαν εγκεφαλικές απεικονίσεις (brain scans) σχεδόν 1.000 υγιών ενηλίκων για να καταγράψουν πώς οι εμπειρίες τους κατά τα χρόνια της πανδημίας επηρέασαν τον εγκέφαλό τους.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η ηλικία του εγκεφάλου, δηλαδή πόσο «γερασμένος» φαινόταν ο εγκέφαλος σε σχέση με τη βιολογική ηλικία του ατόμου, αυξήθηκε κατά 5,5 επιπλέον μήνες, κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει σε επιτάχυνση της γνωστικής εξασθένησης.
Μόνο οι συμμετέχοντες που είχαν προσβληθεί από COVID-19 μεταξύ των δύο απεικονίσεων παρουσίασαν μείωση σε συγκεκριμένες γνωστικές ικανότητες, όπως η νοητική ευελιξία και η ταχύτητα επεξεργασίας πληροφοριών.
Τι άλλο έδειξε η μελέτη;
Η μελέτη, υπό την καθοδήγηση ειδικών του Πανεπιστημίου του Νότιγχαμ που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Nature Communications, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το στρες και η απομόνωση μπορεί να έχουν μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στη λειτουργία του εγκεφάλου.
Ο επικεφαλής της μελέτης, Δρ Ali-Reza Mohammadi-Nejad, δήλωσε ότι τα αποτελέσματα ήταν απρόσμενα.
«Ακόμα και άτομα που δεν είχαν κολλήσει COVID-19 παρουσίασαν σημαντική αύξηση στο ρυθμό γήρανσης του εγκεφάλου. Αυτό δείχνει πόσο η εμπειρία της πανδημίας -από την απομόνωση μέχρι την αβεβαιότητα- ενδέχεται να επηρέασε την υγεία του εγκεφάλου μας», είπε.
Οι αλλαγές ήταν πιο εμφανείς στους ηλικιωμένους, στους άνδρες και σε άτομα από πιο ευάλωτα κοινωνικοοικονομικά στρώματα.
Η καθηγήτρια νευροαπεικόνισης και επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, Dorothee Auer, τόνισε ότι οι ομάδες που αντιμετωπίζουν κοινωνικές και οικονομικές πιέσεις ήταν πιο επιρρεπείς στις αρνητικές επιπτώσεις, υπενθυμίζοντας ότι:
«Η υγεία του εγκεφάλου δεν καθορίζεται μόνο από ασθένειες, αλλά και από το καθημερινό μας περιβάλλον».
«Η πανδημία έθεσε σε δοκιμασία τις ζωές των ανθρώπων. Δεν μπορούμε ακόμη να πούμε αν οι αλλαγές που παρατηρήσαμε είναι αναστρέψιμες, αλλά είναι σίγουρα πιθανό -και αυτό είναι μια ενθαρρυντική σκέψη»,
Τι επηρεάζει την υγεία του εγκεφάλου και γιατί έχει σημασία;
Ο Δρ Oscar Murphy, ερευνητής στο αυστραλιανό Ινστιτούτο Bionics, εξήγησε ότι η υγεία του εγκεφάλου εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις νευρωνικές συνδέσεις.
«Ο εγκέφαλος έχει συνδέσεις που επιτρέπουν την ομαλή επικοινωνία μεταξύ των περιοχών του. Αν αυτές οι συνδέσεις διαταραχθούν κάτι που παρατηρούμε σε νευροεκφυλιστικές νόσους, τότε μιλάμε για επιτάχυνση ή επιδείνωση της γήρανσης του εγκεφάλου», εξήγησε.
Οι νεότεροι άνθρωποι έχουν περισσότερες νευρωνικές συνδέσεις και μεγαλύτερη ποσότητα φαιάς και λευκής ουσίας στον εγκέφαλο. Καθώς μεγαλώνουμε, η ικανότητα επικοινωνίας του εγκεφάλου επιβραδύνεται και αυτό μπορεί να επιταχυνθεί από εξωτερικούς παράγοντες όπως το άγχος και η ψυχική πίεση.
«Μια ερμηνεία της νόσου Αλτσχάιμερ είναι ότι αποτελεί το τελικό στάδιο της γήρανσης του εγκεφάλου, όπου η επικοινωνία μεταξύ των εγκεφαλικών περιοχών καταρρέει», σημείωσε ο Δρ Murphy.
Η γήρανση του εγκεφάλου μπορεί να οδηγήσει σε προβλήματα μνήμης και γνωστικών λειτουργιών αλλά αυτά τα συμπτώματα μπορεί να αντιστραφούν.
«Οι καλύτερες πρακτικές για την υγεία του εγκεφάλου είναι εκείνες που ωφελούν και τη γενική μας υγεία. Τα βασικά είναι: μείωση του άγχους, τακτική άσκηση, υγιεινή διατροφή και επαρκής ύπνος», κατέληξε.