Σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας’ Herald Sun’, ερευνητική ομάδα στο Hudson Institute of Medical Research, με επικεφαλής τον Michael Gantier, ανακοίνωσε ότι ένα νέο φάρμακο για την καταπολέμηση των συμπτωμάτων του συστηματικού ερυθηματώδους λύκου, ολοκλήρωσε με επιτυχία το πρώτο μέρος των κλινικών δοκιμών ασφάλειας, και στη συνέχεια θα προχωρήσει σε ευρύτερες μελέτες με ασθενείς που πάσχουν από τη χρόνια νόσο.
Ο αναπληρωτής καθηγητής μοριακής και κυτταρικής βιολογίας ειδικεύεται στα θέματα φυσικής ανοσίας ή αλλιώς έμφυτης ανοσίας, δηλαδή, το σύστημα που χρησιμοποιεί ο οργανισμός μας για να ανιχνεύει και να καταπολεμά τις λοιμώξεις.
Η ερευνητική του ομάδα, έκανε μια θεμελιώδη ανακάλυψη σχετικά με τον τρόπο κατά τον οποία πολύ μικρά θραύσματα RNA, λειτουργούν ως μια φυσική αντιφλεγμονώδη ασπίδα, η οποία μπλοκάρεται σε ασθενείς που πάσχουν από την «πάθηση του λύκου».
Πώς λειτουργεί η ανακάλυψη
Σε συνεργασία με την αυστραλιανή εταιρεία βιοτεχνολογίας Noxopharm, αξιοποίησαν τα ευρήματα της έρευνας τους, για να αναπτύξουν μια τοπική κρέμα που απλώνεται στο προσβεβλημένο δέρμα, προκειμένου να ενεργοποιηθεί αυτό το φυσικό αντιφλεγμονώδες σύστημα.
Ο κ. Gantier, σημείωσε ότι περίπου το 70% των ασθενών με λύκο, θα παρουσιάσουν φλεγμονή του δέρματος, οπότε μια τοπική κρέμα που στοχεύει στην ασθένεια του δέρματος είναι ένα καλό σημείο εκκίνησης, για την αντιμετώπιση της νόσου.
«Γνωρίζαμε ότι είχαμε ανακαλύψει κάτι πραγματικά σημαντικό», δήλωσε χαρακτηριστικά. «Επειδή αυτό το αντιφλεγμονώδες σύστημα είναι φυσικό και είναι απαραίτητο για την πρόληψη της συστηματικής αυτοανοσίας», πρόσθεσε.
Εάν το νέο φάρμακο αποδειχθεί επιτυχές, θα είναι μια χαρμόσυνη είδηση για τους ασθενείς, καθώς οι θεραπείες για αυτοάνοσες ασθένειες, όπως ο λύκος, συχνά συνδέονται με πολλαπλές παρενέργειες και ελλιπή ανταπόκριση των ασθενών, σε υπάρχουσες θεραπείες.
Ο κ. Gantier, επεσήμανε ότι η έρευνα της επιστημονικής του ομάδας χρησιμοποίησε τη δυνητική ευεργετική ιδιότητα των θεραπειών με τη χρήση του RNA, όπως αυτές που χρησιμοποιούνται στα εμβόλια mRNA, προκειμένου να επέλθει μια επαναστατική εξέλιξη στην αντιμετώπιση των αυτοάνοσων ασθενειών, εμποδίζοντας την εξάπλωση της ασθένειας στη ρίζα της.
Το πλεονέκτημα μιας κρέμας, όπως εξήγησε, είναι ότι διεισδύει καλά στο δέρμα και «καταβροχθίζεται» από τα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος, οδηγώντας στη μείωση της δραστηριότητάς τους.
Η χρόνια φλεγμονή
Ο κ. Gantier, εργάζεται εδώ και σχεδόν δύο δεκαετίες προσπαθώντας να κατανοήσει τον τρόπο λειτουργίας της χρόνιας φλεγμονής. Χρόνια φλεγμονή, σύμφωνα με τις επιστημονικές εξηγήσεις, είναι μια μακροχρόνια και «σιωπηλή» διαδικασία που διαρκεί περισσότερο από 6 εβδομάδες, και προκαλεί βλάβη στους ιστούς. Συμβαίνει όταν ο οργανισμός δεν μπορεί να εξαλείψει την αιτία της αρχικής βλάβης, με αποτέλεσμα το ανοσοποιητικό σύστημα να παραμένει ενεργό. Συνδέεται με αυτοάνοσα νοσήματα, καρδιαγγειακές παθήσεις, και σακχαροδιαβήτη, ενώ μπορεί να προκαλέσει συμπτώματα όπως κόπωση, ατονία και διάχυτους πόνους.
«Πριν από περίπου 10 χρόνια, ανακαλύψαμε τυχαία κάτι που καταδείκνυε [το γεγονός] ότι υπήρχε κάτι φυσικό που ρύθμιζε τη φλεγμονή, αλλά που δεν είχε μελετηθεί ποτέ», τόνισε ο κ. Gantier.
«Αυτό που ανακαλύψαμε... είναι ότι μπορούμε να δημιουργήσουμε κάποια συνθετικά κομμάτια RNA που είναι εξαιρετικά μικρά και μπορούν να αποκαταστήσουν αυτό το φυσικό αντιφλεγμονώδες σύστημα. Η μεγαλύτερη ανακάλυψη ήταν ότι αυτά τα μικρά RNA, ήταν βιολογικά σημαντικά και είχαν αντιφλεγμονώδη δράση».
Οι επιστήμονες, εντόπισαν τον τρόπο με τον οποίο συνδέονται με τους ανοσολογικούς υποδοχείς και ότι σε ορισμένους ασθενείς με λύκο υπήρχε μια μετάλλαξη που εμπόδιζε και διατάραζε αυτή την ουσιαστική λειτουργία.
Ο λύκος είναι μια χρόνια αυτοάνοση ασθένεια, κατά την οποία το ανοσοποιητικό σύστημα του οργανισμού επιτίθεται στα φυσιολογικά κύτταρα. Μπορεί να επηρεάσει διάφορα μέρη του σώματος, προκαλώντας δερματικά προβλήματα, πόνο στις αρθρώσεις, κόπωση και φλεγμονή των κύριων οργάνων.
Περίπου το 90% των ασθενών είναι γυναίκες και συχνά αναπτύσσεται κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής τους ηλικίας, επηρεάζοντας τη γονιμότητα και αυξάνοντας τους κινδύνους κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και του τοκετού.




