Καταπέλτης θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η ομιλία του γγ του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες στην έναρξη της 77ης γενικής συνέλευσης του Οργανισμού αφού, για μιά ακόμη φορά, δεν μάσησε τα λόγια του, όταν αναφέρθηκε στο κλίμα, και έθεσε όχι τους παγκόσμιους ηγέτες προ των ευθυνών τους αλλά και τις μεγάλες βιομηχανίες κυρίως την βιομηχανία ορυκτών καυσίμων.
Αναφερόμενος στην κλιματική αλλαγή είπε ότι ένας ακόμη πόλεμος που θα πρεπει να σταματήσει είναι ο «πόλεμος αυτοκτονίας» που έχει κηρυξει ο άνθρωπος κατά της φύσης υπογραμμίζοντας ότι η δράση για την κλιματική αλλαγή θα πρέπει να είναι πρώτο θέμα στη λίστα προτεραιοτήτων κάθε κυβέρνησης.
Συνέχισε λέγοντας τι ακριβώς θα πρέπει να γίνει για να αποφύγει η ανθρωπότητα τα χειρότερα ξεκινώντας απ΄την μείωση των εκπομπών αερίων του άνθρακα.
«Οι εκπομπές αερίων του άνθρακα θα πρέπει να μειωθούν κατά 45% έως το 2030 αν θέλουμε να έχουμε ελπίδες για μηδενικό στόχο έως το 2050» είπε. Συνέχισε λέγοντας ότι οι εκπομπές αερίων άνθρακα όχι μόνο δεν μειώνονται αλλά αντιθέτως, αυξάνονται, και τόνισε ότι την τελευταία δεκαετία οι εκπομπές άνθρακα αυξήθηκαν κατά 14%. «Έχουμε ραντεβού με την καταστροφή» προειδοποίησε ο ίδιος.
Ο ίδιος επέρριψε ευθύνες στις βιομηχανικά ανεπτυγμένες χώρες αναφορικά με τις εκπομπές άνθρακα και τόνισε τις ανισότητες και την κλιματική αδικία μεταξύ των χωρών αυτών και των φτωχών χωρών του πλανήτη. «Η κλιματική κρίση αποτελεί παράδειγμα ηθικής και οικονομικής αδικίας» είπε ο κ. Γκουτέρες.
«Οι 20 χώρες της ομάδες G20 παράγουν το 80% των εκπομπών άνθρακα» είπε ο ίδιος και συνέχισε λέγοντας ότι οι χώρες που πληρώνουν το μεγαλύτερο τίμημα στην κλιματική κρίση είναι οι χώρες με χαμηλές εκπομπές άνθρακα. “Eκείνοι που υποφέρουν είναι οι πιο ευάλωτοι άνθρωποι» είπε.
Ο γγ του ΟΗΕ κατηγόρησε ευθέως τις εταιρείες ορυκτών καυσίμων για την συμπεριφορά τους και κάλεσε τις πλούσιες χώρες να φορολογήσουν τα έκτακτα κέρδη του τομέα ορυκτών καυσίμων και να επενδύσουν τα έσοδα αυτά με δύο τρόπους:
Α) στις χώρες που μαστίζονται από απώλειες και ζημιές τις οποίες προκαλεί η κλιματική αλλαγή και
Β) σε τμήματα του πληθυσμού που αντιμετωπίζουν δυσκολίες λόγω της αύξησης των τιμών των τροφίμων και της ενέργειας