Μετά την κατάρρευση της αμερικανικής τράπεζας Silicon Valley Bank, οι παγκόσμιες χρηματαγορές συγκλονίζονται από την κρίση που ξέσπασε στην μεγάλη ελβετική τράπεζα Credit Swisse.
Ο αντίκτυπος έχει φτάσει και στις χρηματαγορές της Αυστραλίας και της Ελλάδας.
Πέρα από την μεγάλη πτώση των τραπεζικών μετοχών, δεν μπορεί να γίνει ακόμα αντιληπτός, ενώ υπάρχουν ανησυχίες να συμβεί ό,τι συνέρβη το 2007 με την κατάρρευση της Lehman Brothers.
Το ντόμινο των τότε εξελίξεων είχε οδηγήσει την Ελλάδα στην μεγάλη οικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας και η χώρα έφτασε στα όρια της χρεοκοπίας.
ΑΚΟΥΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ενόχληση της κυβέρνησης από την ομιλία του Paul Keating
Η SVB είναι η μεγαλύτερη τράπεζα που χρεοκόπησε μετά τη «Μεγάλη Ύφεση», καθώς και μία από τις μεγαλύτερες τράπεζες των ΗΠΑ, που χρεοκόπησαν ποτέ.
Η εξέλιξη είναι σοβαρή υπόθεση και αποτέλεσμα μεγαλύτερης σύγκρουσης δυνάμεων, που δραστηριοποιούνται στον τομέα της τεχνολογίας, αλλά και στα χρηματοοικονομικά.
Η Silicon Valley Bank δέχεται καταθέσεις από πελάτες και τις επενδύει σε γενικά ασφαλείς τίτλους, όπως ομόλογα. Καθώς η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ αύξησε τα επιτόκια, τα ομόλογα αυτά έχασαν την αξία τους.
Οι εισροές καταθέσεων μειώθηκαν και οι πελάτες άρχισαν να αποσύρουν τα χρήματά τους.
Τώρα η αμερικανική Κεντρική Τράπεζα αναμένεται να παύσει την περαιτέρω αύξηση του διατραπεζικού της επιτοκίου, όπως εκτιμά η οικονομική αναλύτρια Ντάννι Χιούσον από την εταιρία AJ Bell.
Μάλιστα, λέει ότι η πτώση της αξίας των μετοχών των ετιαριών τεχνολογίας ενδέχεται να συνεχιστεί αφού πλέον πέρασε το κύμα αγορών για προϊόντα νέας τεχνολογίας τα οποία είχαμε ανάγκη στην διάρκεια της πανδημίας αλλά όχι πια.
Στην Ευρώπη τώρα, και στις εξελίξεις με την τράπεζα Credit Suisse
Χθες έγινε παρέμβαση της Κεντρικής Τράπεζας της Ελβετίας προκάλεσε το μαζικό ξεπούλημα της μετοχών της τράπεζας Credit Suisse που σημειώθηκε χθες σε μια προσπάθεια να κατευναστεί η ανασφάλεια των επενδυτών.
Εν μέσω του μαζικού ξεπουλήματος, που έφτασε έως και το 30%, η Credit Suisse απηύθυνε έκκληση στην κεντρική τράπεζα της Ελβετίας για μια δημόσια δήλωση υποστήριξης.
Η επαπειλούμενη κατάρρευση της Credit Suisse, δεν ήταν φυσικά κεραυνός εν αιθρία.
Τα τελευταία χρόνια, η φήμη της δεύτερης μεγαλύτερης Ελβετικής Τράπεζας αμαυρώνεται από σωρεία σκανδάλων για ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, διαφθοράς, ακόμη και για υπόθαλψη εγκληματικών οργανώσεων.
Με συνεχείς αλλαγές στην ηγεσία της, η Credit Suisse δεν φαίνεται να καθησύχασε τους επενδυτές, όπως και την Εθνική Τράπεζα της Σαουδικής Αραβίας, που διαθέτει το σχεδόν 10% των μετοχών της.
Σύμφωνα με το Reuters, o μεγαλύτερος ιδιώτης επενδυτής της Credit Suisse, η Saudi National Bank, απέκλεισε το ενδεχόμενο να παράσχει περαιτέρω στήριξη στην ελβετική τράπεζα.
Ο Άμμαρ Αλ Χουντέιρι, επικεφαλής του μεγαλύτερου μετόχου του ομίλου Credit Suisse, της Saudi National Bank, δήλωσε συγκεκριμένα ότι δεν θα αγοράσει περισσότερες μετοχές της ελβετικής τράπεζας, επικαλούμενος λόγους του ρυθμιστικού πλαισίου.
«Δεν μπορούμε να το κάνουμε γιατί θα υπερβούμε το 10%. Είναι ένα ρυθμιστικό ζήτημα» είπε μιλώντας στο πρακτορείο Bloomberg.
Η ελβετική εποπτική αρχή χρηματοπιστωτικών αγορών FINMA και η κεντρική τράπεζα της Ελβετίας διαβεβαίωσαν δημόσια ότι «τα προβλήματα ορισμένων τραπεζών στις ΗΠΑ δεν ενέχουν άμεσο κίνδυνο μετάδοσης για τις ελβετικές χρηματοπιστωτικές αγορές».
Ο πανικός με την ελβετική τράπεζα παρέσυρε χθες, μεταξύ άλλων αγορών, και τα Χρηματιστήρια Αθηνών και Σύδνεϋ.
Εδώ ο Δείκτης ASX 200 σήμερα υποχώρησε κατά 1.5% και κατά 5% τις τελευταίες τέσσερις ημέρες.
Στην Αθήνα, ο Γενικός Δείκτης τιμών του Χρηματιστηρίου υποχώρησε μόνο χθες κατά 4.55% και οι μετοχές των τραπεζών κατά 9%.
Για τις αβεβαιότητες που έχουν φέρει οι εξελίξεις αναφέρθηκε με μήνυμα σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης, ο επικεφαλής του οικονομικού γραφείου του πρωθυπουργού, Αλέξης Πατέλης.
Ανέφερε πως είναι άγνωστο πώς θα εξελιχθεί η όλη κατάσταση ωστόσο οι ελληνικές τραπεζες δεν κινδυνεύουν.
Μάλιστα είπε ότι η Ελλάδα αποτελεί ασφαλή προορισμό για τις επενδύσεις, ενω αναφέρθηκε στο πρόγραμμα «Ηρακλής», με το οποίο οι ελληνικές τράπεζες απαλάχθηκαν από το βάρος των «κόκκινων δανείων».
Τέλος, αναφέρθηκε στην αύξηση των επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζας όπως συμβαίνει τον τελευταίο χρόνο και στην Αυστραλία.