«Θυμός και Απογοήτευση » από την κατέρρευσα των διαπραγματεύσεων για μια παγκόσμια συνθήκη για τα πλαστικά και μερικοι εκαναν λόγο για «χαμένη ευκαιρία».
Οι συνομιλίες για την πρώτη νομικά δεσμευτική συνθήκη για τα πλαστικά στον κόσμο δεν κατέληξαν σε συναίνεση την περασμένη εβδομάδα στη Γενεύη. Πού θα οδηγήσουν οι διαπραγματεύσεις από εδώ και πέρα;
Οι αντιπροσωπείες 185 χωρών που συναντήθηκαν στη Γενεύη απέτυχαν να συμφωνήσουν την εβδομάδα που πέρασε επί δεσμευτικού κειμένου για την καταπολέμηση της ρύπανσης από πλαστικά, η οποία επιδεινώνεται στον πλανήτη.
Νέο κείμενο με συμβιβαστικές προτάσεις που παρουσιάστηκε στη διάρκεια της νύχτας που πέρασε εξακολουθούσε να φέρει πάνω από 100 σημεία που χρειαζόντουσαν διευκρίνιση, ύστερα από 10 ημέρες εντατικών διαπραγματεύσεων κατά τις οποίες ωστόσο οι επικεφαλής των αντιπροσωπειών που μετείχαν στην άτυπη συνεδρίαση στη Γενεύη δεν κατάφεραν να καταλήξουν σε συμφωνία.
Η υπουργός Περιβάλλοντος της Γαλλίας Ανιές Πανιέ-Ρινασέρ δήλωσε κατά το κλείσιμο της συνεδρίασης «εξοργισμένη επειδή παρά τις ειλικρινείς προσπάθειες πολλών και πραγματική πρόοδο (που συντελέστηκε) στις συνομιλίες, δεν εξασφαλίστηκαν απτά αποτελέσματα».
Σε προφανή αναφορά του σε χώρες που παράγουν πετρέλαιο, ο Χέντελ Ροντρίγκες της αντιπροσωπείας της Κολομβίας δήλωσε ότι η επίτευξη συμφωνίας «μπλοκαρίστηκε από μικρό αριθμό κρατών που απλά δεν ήθελαν συμφωνία».
Το μέλλον των διαπραγματεύσεων παραμένει ασαφές προς το παρόν καθώς εξακολουθούν να υπάρχουν βαθιές διαιρέσεις ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα που αντιπαρατίθενται επί του ζητήματος αυτού.
Οι «φιλόδοξοι» μεταξύ των οποίων η ΕΕ, ο Καναδάς, η Αυστραλία και πολλές χώρες της Λατινικής Αμερικής και της Αφρικής θέλουν να καθαριστεί ο πλανήτης από τα πλαστικά που αρχίζουν να του προκαλούν γάγγραινα και επιβαρύνουν την υγεία των ανθρώπων, και κυρίως να μειωθεί η παγκόσμια παραγωγή πλαστικών.
Απέναντί τους έχουν χώρες, κυρίως κράτη που παράγουν πετρέλαιο, που αρνούνται οποιαδήποτε δέσμευση στην παραγωγή υδρογονανθράκων που αποτελούν τη βάση της βιομηχανίας πλαστικών και οποιαδήποτε απαγόρευση επικίνδυνων μορίων ή πρόσθετων υλών.
Σύμφωνα με τις τρέχουσες τάσεις, η ετήσια παραγωγή πλαστικών με βάση τα ορυκτά καύσιμα θα τριπλασιαστεί σχεδόν έως το 2060, φτάνοντας τα 1,2 δισεκατομμύρια τόνους, ενώ τα απόβλητα θα ξεπεράσουν το ένα δισεκατομμύριο τόνους, σύμφωνα με τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης.
Όσον αφορά τις ακτές της Αυστραλίας τα νέα είναι περισσότερο από ευχάριστα
Η Δρ Μπριτα Ντενιζ από το CSIRO λέει πως η ρύπανση των ακτών σε όλη την Αυστραλία έχει μειωθεί κατά 39%.
Σε 6 περιοχές που έγινε η ερευνά έδειξε πως στο Περθ Νιουκασλ και Σαν Σαιν κoστ παρατηρήθηκε μείωση σε πλαστικά ενώ αύξηση εμφάνισε το Χομπαρτ και το Πορτ Αγκαστα που όμως έχει σχέση με τις διαδικασίες ανακύκλωσης σε αυτές τις περιοχές. Η έρευνα επίσης εστίασε στο τι σκουπίδια συνήθως βρίσκονται σε αυτές τις περιοχές που είναι κατά κύριο λόγο πλαστικά μπουκάλια και γόπες από τσιγάρα και σε δεύτερη συχνότητα τα πλαστικά συσκευασίες φαγητών
Ο ΠΟΥ αναφέρει πως σε όλο τον κόσμο φυτεύονται 4,5 δις γόπες τσιγάρων
Η ανακύκλωση και τα σημεία επιστροφής έχουν βοηθήσει να μειωθεί η ρύπανση από πλαστικά κατά 40%
Οι χώρες που παράγουν πετρέλαιο υποστήριξαν ότι η ανακύκλωση, η επαναχρησιμοποίηση και ο σχεδιασμός των προϊόντων αρκούν για την αντιμετώπιση του προβλήματος της παγκόσμιας ρύπανσης από πλαστικά, χωρίς να καταφύγουν σε περικοπές της παραγωγής.
Ωστόσο, οι ειδικοί υποστηρίζουν ότι αυτές δεν είναι ουσιαστικές απαντήσεις στο πρόβλημα.
Ο Ingar Andersen, εκτελεστικός διευθυντής του Προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον (UNEP), που φιλοξένησε τις συνομιλίες, δήλωσε ότι ο κόσμος «δεν θα βγει από την κρίση της ρύπανσης από πλαστικά με την ανακύκλωση».
Πάνω από 400 εκατομμύρια τόνοι πλαστικού παράγονται παγκοσμίως κάθε χρόνο, οι μισοί από τους οποίους προορίζονται για προϊόντα μίας χρήσης.
Ενώ το 15% των πλαστικών απορριμμάτων συλλέγεται για ανακύκλωση, μόνο το 9% ανακυκλώνεται πραγματικά. Το μέλλον των διαπραγματεύσεων του UNEP είναι πλέον αβέβαιο και ενώ ορισμένες χώρες έχουν δεσμευτεί να συνεχίσουν τις διαπραγματεύσεις, άλλες δήλωσαν ότι έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους μετά από επανειλημμένες προσπάθειες.