Η επανεκτίμηση των δεδομένων και των ιστορικών σεισμικών αναφορών οδήγησε τους ερευνητές να μετακινήσουν τον μεγαλύτερο καταγεγραμμένο σεισμό της Κουηνσλάνδης, σε επίκεντρο 250 χιλιόμετρα στην ξηρά, πράγμα που σημαίνει ότι διαπίστωσαν ότι οι σεισμολογικές αναφορές του 1918 εχουν παρερμηνευθεί, οδηγώντας σε λανθασμένη κατανόηση του επικέντρου.
Ένας ερευνητής προειδοποιεί ότι τώρα η Αυστραλία έχει την πιθανότητα να συμβούν περισσότεροι μεγάλοι σεισμοί στην ξηρά και λέει ότι τα ακριβή ιστορικά δεδομένα θα βοηθήσουν στη δημιουργία μιας άλλης εικόνας του σεισμικού κινδύνου μιας περιοχής. Περισσότερα από 100 χρόνια μετά τον μεγαλύτερο σεισμό της Κουηνσλάνδης, οι ερευνητές γράφουν ξανά την ιστορία, καθώς ανακάλυψαν ότι το επίκεντρο ήταν πάνω από 250 χιλιόμετρα μακριά από το σημείο που πίστευαν ότι ήταν.
Ο σεισμός του 1918, κοινώς αποκαλούμενος σεισμός του , πιστεύεται ότι έπληξε τότε το νησί Λέιντι Έλλιοτ, βορειοανατολικά του Μπούνταμπεργκ. Ο σεισμός ήταν μεγέθους 6.3 ρίχτερ και έγινε αισθητός σε περισσότερα από 3 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα, από τη βόρεια Νέα Νότια Ουαλία μέχρι το Μακάι και την ενδοχώρα μέχρι τη Ρόμα.
Η Στέισι Μάρτιν, διδακτορική φοιτήτρια στο Εθνικό Πανεπιστήμιο της Αυστραλίας στην Καμπέρα, έχει ερευνήσει ιστορικούς σεισμούς. «Στην Αυστραλία, έχουμε καλά όργανα μέτρησης, περίπου, από τη δεκαετία του 1960, οπότε πριν από αυτό, δεν γνωρίζουμε πραγματικά πολλά για το που μπορεί να είχαν επίκεντρο αυτοί οι σεισμοί και πόσο μεγάλοι ήταν», είπε η Μάρτιν. Σε μια μελέτη που δημοσιεύτηκε τον Ιούλιο εξέτασε άρθρα εφημερίδων, καταγεγραμμένες αναφορές και σεισμικά δεδομένα από 224 γεωγραφικές τοποθεσίες για να συμπεράνει ότι το επίκεντρο ήταν 250 χιλιόμετρα στην ενδοχώρα.
Θέλοντας να εμβαθύνει την έρευνα, κοίταξε το σεισμογράφημα, στο αρχείο που παρήγαγε ο σεισμογράφος από το Παρατηρητήριο του Κολλεγίου Ρίβερβιου στο Σίδνεϊ, τον μοναδικό σταθμό που κατέγραψε τον σεισμό στην Αυστραλία, και διαπίστωσε ότι τα αποτελέσματα «παρερμηνεύθηκαν».
Ο σεισμολόγος Μάικλ Τέρνμπουλ, που μελετά για περισσότερο από δυο δεκαετίες και ίδρυσε την Ερευνητική Ομάδα Σεισμολογίας της Κεντρικής Κουηνσλάνδης στο Πανεπιστήμιο της Κεντρικής Κουηνσλάνδης το 2002, είπε ότι για μεγάλο χρονικό διάστημα οι σεισμολόγοι απλώς αποδέχονταν την τοποθεσία στον ωκεανό, αλλά συμφώνησαν ότι ένας χερσαίος σεισμός ήταν πολύ πιο πιθανός, με «αμέτρητους αριθμούς» πολύ μικρών σεισμών στην περιοχή.
Ο κ. Τέρμπουλ δήλωσε ότι η ύπαρξη ακριβών δεδομένων για τους σεισμούς, συμπεριλαμβανομένων των ιστορικών δεδομένων, είναι ιδιαίτερα σημαντική, καθώς ο πληθυσμός της Αυστραλίας αυξάνεται. "Για παράδειγμα, ας πούμε ότι πρόκειται να κατασκευάσουμε κάπου ένα εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με φυσικό αέριο ή ένα εργοστάσιο ηλεκτροπαραγωγής, πρέπει να γνωρίζουμε ποιος είναι ο πραγματικός κίνδυνος από τους σεισμούς. Αν τώρα, έχουμε καλές επιστημονικές πληροφορίες που δείχνουν ότι ο σεισμός του 1918, συνέβη πράγματι κάπου στην ξηρά, τότε αυτό αυξάνει τον κίνδυνο που έχουμε".
*Κάντε κλικ στο ηχητικό για να ακούσετε όλη την ανταπόκριση από την Βρισβάνη