Αυτό τουλάχιστον αναδεικνύεται σε μία πρώτη αντίστοιχη έρευνα που πραγματοποιήθηκε στην Αυστραλία.
Ένα παιδί τριών ετών, μπορεί να βρίσκεται μέχρι και 3 ώρες, μέσα σε ένα 24ωρο, μπροστά από μία οθόνη. Ποια είναι, επομένως, τα αποτελέσματα της έκθεσης ενός παιδιού σε αυτήν την παρατεταμένη ψηφιακή δραστηριότητα;
Η νέα ψηφιακή πραγματικότητα
Οι ερευνητές παρακολούθησαν τις ψηφιακές συνήθειες παιδιών από 200 αυστραλιανές οικογένειες, σε μία περίοδο, άνω των δυόμιση ετών.
Το συμπέρασμα είναι ότι η υπερβολική τους έκθεση στην ψηφιακή πραγματικότητα, αντί της κανονικής συναναστροφής με τους γονείς τους, μπορεί να μειώσει την ανάπτυξη των ομιλητικών τους ικανοτήτων.
Επικεφαλής της έρευνας, ήταν η Δρ. Μαίρη Μπρούσι, από το Ινστιτούτο Telethon Kids (Telethon Kids Institute).
Όπως εξήγησε, η παρακολούθηση μια ψηφιακής οθόνης, αντί της παρακολούθησης μιας συζήτησης μεταξύ ενηλίκων, περιορίζει τη δυνατότητα αφομοίωσης των πρωτόλειων ομιλητικών ικανοτήτων, δηλαδή, μειώνει το εν δυνάμει λεξιλόγιο που μπορεί να αντλήσει ένα παιδί από τους γονείς του.
Η κ. Μπρούσι και η ερευνητική της ομάδα, εξέτασαν, για την ακρίβεια, τις ψηφιακές συνήθειες 220 οικογενειών.
Τα παιδιά φορούσαν ειδικές συσκευές χειρός που μετρούσαν το ποσοστό το οποίο προερχόταν από ηλεκτρονικές συσκευές ή από συνομιλίες γονέων και παιδιών.
Οι μετρήσεις διαρκούσαν για 16 ώρες, και αφορούσαν παιδιά ηλικίας ενός έτους, 18 μηνών, δύο ετών, δυόμιση ετών και τριών ετών.
Αδυναμία ανάπτυξης λεξιλογίου
Κατά μέσο όρο, όπως επεσήμανε η κ. Μπρούσι, ένα παιδί 3 ετών, εμφάνιζε έκθεση περίπου 3 ωρών, κάθε μέρα, μπροστά από μία οθόνη. Κάνοντας, συνεπώς, κάποιους υπολογισμούς, εκτίμησαν ότι αυτό σήμαινε πως δεν άκουγαν πάνω από 1100 λέξεις ενηλίκων, 800 παιδικές λέξεις, ενώ έπαιρναν μέρος σε λιγότερες από 200 συνομιλίες με τους γονείς τους.
Οι επιστήμονες προειδοποιούν τους γονείς για το λεγόμενο φαινόμενο της ‘τεχνοπαρεμβολής’, δηλαδή, την επίδραση της παρατεταμένης ψηφιακής έκθεσης στη δυνατότητα ομιλίας ενός παιδιού, όπως και στην ικανότητα κοινωνικής συναναστροφής, και απόκτησης δεξιοτήτων.
Άρα, πόση ώρα θα πρέπει να σπαταλούν τα παιδιά μπροστά από μία οθόνη.
Οι συστάσεις μίας άλλης εποχής
Σύμφωνα με την επίσημη αυστραλιανή επιστημονική σύσταση, τα παιδιά κάτω των 2 ετών, δεν θα πρέπει να έχουν καμία απολύτως ψυχαγωγική σχέση με ψηφιακές οθόνες.
Λιγότερο από μία ώρα την ημέρα, συνιστάται για τα παιδιά από 2-5 ετών, ενώ δύο ώρες την ημέρα, είναι η προτεινόμενη έκθεση για παιδιά από 5-17 ετών.
Όπως είναι φυσικό, στη σημερινή εποχή, τέτοιου είδους συστάσεις είναι εντελώς εξωπραγματικές.
Για το λόγο αυτό, άλλωστε, η ομάδα της κ. Μπρούσι, πραγματοποίησε την εν λόγω έρευνα, προκειμένου οι γονείς να επιλέξουν καλύτερους τρόπους έκθεσης ενός παιδιού στην παρακολούθηση μιας ψηφιακής οθόνης.
Νέοι τρόποι αντιμετώπισης
Σύμφωνα με την πρόεδρο της Ένωσης Λογοθεραπευτών Αυστραλίας, Κάθριν Μακίνλεϊ υπάρχουν και εποικοδομητικοί τρόποι παρακολούθησης μίας ψηφιακής οθόνης από ένα παιδί, συνδυάζοντας τη συναναστροφή με το γονιό. Συζητώντας, δηλαδή, το παιδί με το γονιό, τι παρακολουθεί εκείνη τη στιγμή, και τι ακριβώς συμβαίνει επί της οθόνης.
Η κ. Μακίνλεϊ, σημείωσε ότι 20% των παιδιών ξεκινούν το σχολείο παρουσιάζοντας καθυστέρηση στις γνωστικές ικανότητες ομιλίας και ανάγνωσης.
Η συμβουλή της, επομένως, είναι το να προσπαθούν οι γονείς να δημιουργούν ένα γνωσιακό περιβάλλον για το παιδί, όσο το δυνατόν πιο εμπλουτισμένο με λέξεις και νοήματα, όπως για παράδειγμα τραγουδώντας και διαβάζοντας.
Οι ερευνητές θα συνεχίσουν να παρακολουθούν τις εν λόγω οικογένειες, προκειμένου να διαπιστώσουν τα αποτελέσματα της παρακολούθησης ψηφιακών οθονών κατά τη διάρκεια της σχολικής ηλικίας.