Κύρια σημέια...
- Η κοινωνική δικτύωση και η οικογένεια απαραίτητη για την ευεξία
- 150 μέρες περίπου νηστείας το χρόνο "καθαρίζουν" τον οργανισμό
- Ο κήπος στο σπίτι αποτελεί θρεπτικό θησαυρό
Πριν από λίγες ημέρες στον σταθμό μας αναφερθήκαμε στο «μυστικό» της μακροζωίας των ηλικιωμένων Ελλήνων.
Τα ευχάριστα αυτά νέα βασίζονται στη μεσογειακή διατροφή, δηλαδή το σύνολο διατροφικών συνηθειών βασισμένων στον τρόπο ζωής και μαγειρέματος των χωρών γύρο από τη μεσόγειο θάλασσα.
Είναι μία από τις πλέον υγιεινές δίαιτες που συνιστώνται από διατροφολόγους, οργανισμούς υγείας και κράτη, με χαρακτηριστικά την γενικότερη ευεξία και μακροζωία.
Πρόσφατες έρευνες στην Αυστραλία εστίασαν στα οφέλη της μεσογειακής διατροφής, και ειδικότερα στους ηλικιωμένους Έλληνες, που μετανάστευσαν τις περασμένες δεκαετίες.
Η Δρ. Κατερίνα Ιτσιοπούλου, συγγραφέας του βιβλίου «The Mediterranean Diet», δηλαδή Μεσογειακή Δίαιτα, πιστεύει πως αυτό που ξεχωρίζει τους ηλικιωμένους Έλληνες δεν είναι μονάχα το τι ακριβώς τρώνε.
Η κ. Ιτσιοπούλου αναφέρει πως σημαντικοί παράγοντες της «πρωτιάς» των Ελλήνων είναι τρόπος ζωής εμπνευσμένος από την επαρχία και η διατήρηση των θρησκευτικών παραδόσεων.
Συγκεκριμένα, Έλληνες μεταξύ των ηλικιών 80-90 ετών διατηρούν κήπους, με λαχανικά και μπαχαρικά τα οποία χρησιμοποιούν καθημερινά στο οικογενειακό τραπέζι.
Ακόμη, σημαντικός παράγοντας όπως αναφέρει η Δρ. Ιτσιοπούλου, αποτελούν οι τακτικές περίοδοι νηστείας που ακολουθούν οι ηλικιωμένοι.
Οι περίοδοι νηστείας αποτελούν τόσο κομμάτι των θρησκευτικών πεποιθήσεων όσο και του τρόπου ζωής στην επαρχία, όπου εποχιακά το κρέας δεν ήταν άμεσα διαθέσιμο.
Ο συνδυασμός των παραπάνω χαρακτηριστικών, είναι αυτός που δίνει το προβάδισμα των ηλικιωμένων Ελλήνων έναντι των Αυστραλών συνομηλίκων τους.
Συγκεκριμένα, ακόμη και μετά από 30 χρόνια παραμονής στην Αυστραλία, οι Έλληνες έχουν 35% περίπου χαμηλότερο ρίσκο καρδιαγγειακών νοσημάτων και κινδύνου αιφνίδιού θανάτου, έναντι Αυστραλών ίδιας ηλικίας.
Πατήστε PLAY πάνω στην εικόνα για να ακούσετε περισσότερα για το θέμα αυτό, από την Δρ. Ιτσιοπούλου.








