Ο υπουργός Οικονομίας, Τζιμ Τσάλμερς, και η υπουργός Οικονομικών, Κέιτι Γκάλαχερ, ανακοίνωσαν τα τελικά στοιχεία του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού για το 2024-25.
Παρά τις δυσοίωνες προβλέψεις που έκαναν λόγο για έλλειμμα 27,6 δισ. δολαρίων και ενδεχομένως έως 42,1 δισ., το τελικό αποτέλεσμα ανήλθε σε μόλις 10 δισ. δολάρια.
Η εξέλιξη αυτή χαρακτηρίστηκε από την κυβέρνηση ως «το μεγαλύτερο θετικό βήμα στον προϋπολογισμό που έχει σημειωθεί ποτέ σε μία κοινοβουλευτική θητεία».
Ο κ. Τσάλμερς τόνισε ότι η βελτίωση κατά 17 δισ. σε σχέση με τις προβλέψεις οφείλεται σε υπεύθυνη διαχείριση και οικονομική πειθαρχία.
«Το χρέος είναι τώρα κατά 188 δισ. δολάρια χαμηλότερο από ό,τι παραλάβαμε.
Αυτό σημαίνει ότι θα πληρώσουμε περίπου 60 δισ. λιγότερους τόκους μέσα στην επόμενη δεκαετία.
Καταφέραμε αυτό το αποτέλεσμα βρίσκοντας εξοικονομήσεις, δείχνοντας αυτοσυγκράτηση, στηρίζοντας την απασχόληση και επιστρέφοντας σε πραγματική αύξηση μισθών», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Το αποτέλεσμα του προϋπολογισμού συνδέεται άμεσα με την καθημερινότητα των πολιτών, καθώς τα βελτιωμένα έσοδα οφείλονται κυρίως στους αυξημένους μισθούς και στην αντίστοιχη αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης.
«Οι Αυστραλοί κερδίζουν περισσότερα, αλλά πληρώνουν και περισσότερους φόρους», ήταν η κοινή παραδοχή.
Επιπλέον, η αύξηση της φορολογίας στον καπνό (+441 εκατ.) και η συζήτηση γύρω από την παράνομη αγορά τσιγάρων, φέρνουν νέα πολιτική αντιπαράθεση.
Ο πρωθυπουργός της ΝΝΟ, Κρις Μινς, ζήτησε μείωση του ειδικού φόρου, αλλά ο κ. Τσάλμερς απέρριψε την πρόταση, επιμένοντας στην ενίσχυση της αστυνόμευσης.
«Δεν πιστεύουμε ότι η μείωση φόρων θα σταματήσει την παράνομη δραστηριότητα.
Ένας λόγος που μειώθηκαν τα έσοδα είναι θετικός: οι άνθρωποι κόβουν το τσιγάρο. Ένας άλλος είναι αρνητικός: η παρακαμπτήρια αγορά, δηαλδή η μαύρη αγορά», είπε.
Σύμφωνα με την κυβέρνηση, η συνολική βελτίωση του προϋπολογισμού κατά 209 δισ. δολάρια σε τρία χρόνια είναι ιστορικό επίτευγμα.
«Μετατρέψαμε δύο μεγάλα ελλείμματα των κυβερνήσεων Συνασπισμού σε πλεονάσματα και μειώσαμε δραστικά το έλλειμμα στον τρίτο χρόνο», υπογράμμισε ο Τσάλμερς.
Η κ. Γκάλαχερ πρόσθεσε ότι οι βελτιώσεις προήλθαν από υψηλότερα φορολογικά έσοδα (+13,1 δισ.) και χαμηλότερες δαπάνες (-4,6 δισ.), κυρίως σε σχέση με συνεργασίες με τις πολιτείες.
Παράλληλα, προειδοποίησε ότι «πολλές πιέσεις» για τον προϋπολογισμό βρίσκονται προ των πυλών, κυρίως λόγω πληθωρισμού και κοινωνικών αναγκών.
Η αντιπολίτευση αντέδρασε έντονα, υποστηρίζοντας ότι η βελτίωση δεν οφείλεται σε «υπεύθυνη διαχείριση», αλλά σε συγκυριακά έσοδα και στην υπερφορολόγηση.
Η σκιώδης υπουργός Οικονομικών Τζέιν Χιουμ δήλωσε: «Έλλειμμα σε μια περίοδο πλήρους απασχόλησης και υψηλού πληθωρισμού;
Αυτό είναι καθαρή φορολογική υπερχείλιση (bracket creep) και υψηλές τιμές εμπορευμάτων.
Οι δύο προηγούμενοι πλεονασματικοί προϋπολογισμοί δεν ήταν προϊόν ‘εξαιρετικής διαχείρισης’, αλλά της συγκυρίας.
Και τώρα μας λένε ότι ένα υψηλό έλλειμμα είναι καλό νέο;
Αυτή είναι μια κυβέρνηση που άφησε τον προϋπολογισμό να ξεφύγει από τον έλεγχο».
Στο ίδιο μήκος κύματος και οι δηλώσεις από τον αρχηγό των Εθνικών, Ντέιβιντ Λιτλπράουντ, ο οποίος υποστήριξε ότι με περισσότερη πειθαρχία στις δαπάνες το αποτέλεσμα θα μπορούσε να είναι πολύ καλύτερο.