Η έκθεση της εταιρείας ερευνών ακινήτων Cotality, δείχνει ότι το κόστος τόσο της αγοράς, όσο και της ενοικίασης, έχει ανέλθει σε επίπεδα που είναι απρόσιτα για πολλούς Αυστραλούς, χωρίς να διαφαίνεται καμία ανακούφιση στον ορίζοντα.
Η «εξαιρετική αύξηση» της ζήτησης, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στην έκθεση, σε συνδυασμό με τον περιορισμένο εφοδιασμό νέων σπιτιών, οδήγησε σε έκρηξη των τιμών των κατοικιών και των ενοικίων στην Αυστραλία, τα τελευταία πέντε χρόνια.
Από τον Μάρτιο του 2020, οι τιμές των κατοικιών έχουν αυξηθεί κατά 47,3%, προσθέτοντας περίπου 280.000 δολάρια στη μέση τιμή των κατοικιών.
Η μέση αξία των κατοικιών στην Αυστραλία είναι τώρα 860.529 δολάρια, σύμφωνα με την έκθεση Cotality Housing Affordability Report, για το Νοέμβριο. Κατά την ίδια περίοδο, το μέσο ετήσιο εισόδημα των νοικοκυριών, αυξήθηκε μόλις 15% στις 104.390 δολάρια.
Οι 3 από τους 4 δείκτες που καταδεικνύουν το πρόβλημα
Τρία από τα τέσσερα μεγέθη της Cotality, που αφορούν στην οικονομική προσιτότητα, πιο συγκεκριμένα, η αναλογία τιμής προς εισόδημα, τα έτη που απαιτούνται για την αποταμίευση της προκαταβολής και το ποσοστό του εισοδήματος που απαιτείται για την πληρωμή του ενοικίου, έχουν φτάσει σε ιστορικά υψηλά επίπεδα.
Το ποσοστό του εισοδήματος που απαιτείται για την εξυπηρέτηση ενός νέου ενυπόθηκου δανείου έχει μειωθεί ελαφρώς, από το ιστορικά υψηλό επίπεδο του 45% του εισοδήματος των νοικοκυριών, ως αποτέλεσμα των τριών μειώσεων των επιτοκίων που πραγματοποίησε η Κεντρική Τράπεζα από τον Φεβρουάριο.
Η έκθεση διαπίστωσε ότι το Σύδνεϋ, παρέμεινε η πιο ακριβή πόλη της Αυστραλίας, με μέσο όρο 16,7 χρόνια που απαιτούνται για να συγκεντρωθεί το 20% της προκαταβολής για την αγορά ενός σπιτιού.
Σε άλλες πόλεις, χρειάζονται, επίσης, περισσότερα από δέκα χρόνια για να συγκεντρωθούν τα απαιτούμενα κεφάλαια για την αγορά κατοικίας. Στην Αδελαΐδα (13,1 χρόνια), στη Βρισβάνη (12,9 χρόνια), στη Μελβούρνη (11,2 χρόνια), στο Περθ (10,8 χρόνια) και το Χόμπαρτ (10,6 χρόνια).
Οι πιο προσιτές πρωτεύουσες, σύμφωνα με την έκθεση, ήταν το Ντάργουιν, όπου χρειάζονταν μόνο 6,8 χρόνια αποταμίευσης για την συγκέντρωση προκαταβολής ύψους 20% για την αγορά κατοικίας, και η Καμπέρα (9,5 χρόνια).
Η μεγάλη αναντιστοιχία προσφοράς και ζήτησης
Η πενταετής αύξηση των τιμών οφείλεται σε μια σειρά παραγόντων που ενίσχυσαν τη ζήτηση, όπως τα μέτρα τόνωσης της οικονομίας κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19, τα χαμηλά επιτόκια εκείνη την περίοδο, τα κρατικά κίνητρα για τους αγοραστές πρώτης κατοικίας και η ταχεία ανάκαμψη της μετανάστευσης από το εξωτερικό, μετά την άρση των συνοριακών περιορισμών.
Εν τω μεταξύ, η προσφορά κατοικιών υστερούσε. Οι πτωχεύσεις στον κατασκευαστικό τομέα, η αύξηση του κόστους των υλικών και η αλλαγή των προτιμήσεων προς μεγαλύτερες κατοικίες και μικρότερα νοικοκυριά δεν βοήθησαν το ισοζύγιο προσφοράς και ζήτησης.
Το αποτέλεσμα ήταν μια αναντιστοιχία μεταξύ των περισσότερων από ενός εκατομμυρίου νέων νοικοκυριών που δημιουργήθηκαν τα τελευταία πέντε χρόνια, και των 880.000 νέων κατοικιών που ολοκληρώθηκαν, σύμφωνα με την έκθεση.
Καθώς οι τιμές των ακινήτων αυξήθηκαν, οι ιδιοκτήτες ακινήτων και οι επενδυτές μπόρεσαν να επανεπενδύσουν τα τεράστια κεφαλαιακά κέρδη τους στην αγορά κατοικιών, διευρύνοντας το χάσμα για τους αγοραστές πρώτης κατοικίας και όσους δεν έχουν τη βοήθεια των γονιών τους για να εισέλθουν στην αγορά.
Το χάσμα μεταξύ εχόντων-κατεχόντων και μη προνομιούχων
Αξίζει να σημειωθεί ότι η έκθεση αξιοποιεί οικονομικά στοιχεία πενταετίας έως και τον Σεπτέμβριο του τρέχοντος έτους. Από τον Σεπτέμβριο, η Cotality έχει αναφέρει περαιτέρω αύξηση των τιμών των κατοικιών, με τις αξίες να αυξάνονται κατά 1,1% τον Οκτώβριο, ποσοστό που αποτελεί τον ταχύτερο μηνιαίο ρυθμό αύξησης σε περισσότερα από δύο χρόνια.
Η Eliza Owen, επικεφαλής του τμήματος ερευνών της Cotality, σχολιάζοντας τα αποτελέσματα της έκθεσης δήλωσε χαρακτηριστικά:
«Υπάρχει μια πραγματική ανισότητα μεταξύ των εισοδημάτων και των τιμών των ακινήτων, η οποία δείχνει μια δομική αλλαγή στο ποιος μπορεί να έχει πρόσβαση στην αγορά.
«Αυτό δείχνει σαφώς μια διεύρυνση του χάσματος μεταξύ των εχόντων και κατεχόντων και των μη προνομιούχων, όσον αφορά στην αγορά ακινήτων».




